Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(ἄπειρος γραμματικῆς

См. также в других словарях:

  • διονύσιος — I Ονομασία ενός μήνα σε πολλές αρχαίες ελληνικές πόλεις. Στη Λοκρίδα αντιστοιχούσε προς τον αττικό Ποσειδεώνα (Δεκέμβριο) και στην Αιτωλία προς τον Μουνυχιώνα (Απρίλιο). II Όνομα τυράννων των Συρακουσών. 1. Δ. Α’ ο πρεσβύτερος (432 – 367 π.Χ.).… …   Dictionary of Greek

  • αγραμματίκευτος — ἀγραμματίκευτος, ον (Μ) [γραμματικεύομαι] αυτός που είναι άπειρος τής γραμματικής, που έχει άγνοια τής γραμματικής …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»