-
1 γραμματικη
ἥ1) (sc. τέχνη или ἐπιστήμη) учение о письме и чтении, словесность, грамматика ( в широком смысле) Plat., Arst.2) умение читать и писать, грамота(ἄπειρος γραμματικῆς Polyb.)
3) письмена, алфавит(τὰ γράμματα τῆς μετ΄ Εὐκλείδην γραμματικῆς Plut.)
См. также в других словарях:
διονύσιος — I Ονομασία ενός μήνα σε πολλές αρχαίες ελληνικές πόλεις. Στη Λοκρίδα αντιστοιχούσε προς τον αττικό Ποσειδεώνα (Δεκέμβριο) και στην Αιτωλία προς τον Μουνυχιώνα (Απρίλιο). II Όνομα τυράννων των Συρακουσών. 1. Δ. Α’ ο πρεσβύτερος (432 – 367 π.Χ.).… … Dictionary of Greek
αγραμματίκευτος — ἀγραμματίκευτος, ον (Μ) [γραμματικεύομαι] αυτός που είναι άπειρος τής γραμματικής, που έχει άγνοια τής γραμματικής … Dictionary of Greek